δρυς

δρυς
    δρῦς
    δρῠός, у Hes. тж. δρῡός ἥ (dat. δρυΐ, acc. δρῦν; pl.: nom. δρύες и δρῦς, acc. δρύας и δρῦς)
    1) дерево
    

(ὅ δρυοκολάπτης κόπτει τὰς δρῦς Arst.)

    πίειρα δ. Soph. = πεύκη

    2) преимущ. дуб Hom., Hes., Trag., Arst., Plut.
    

δ. προσήγορος Aesch. или πολύγλωσσος Soph. — вещий дуб (по шелесту которого гадали);

    в погов.:
    δ. καὴ πέτρα — дуб (дерево) и камень, т.е. и то и се, всякая всячина;
    οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης εἶναι Hom. или πεφυκέναι погов. Plat. — быть не без роду и племени;
    οὐ νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης ὀαριζέμεναι Hom. — не время разглагольствовать;
    διὰ πέτρας καὴ διὰ δρυὸς ὁρᾶν Plut. — видеть все насквозь;
    ἥ μαλακέ δ. Anth. — трухлявый дуб (о дряхлом старике)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "δρυς" в других словарях:

  • δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… …   Dictionary of Greek

  • δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… …   Dictionary of Greek

  • δρυς — η η βελανιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας …   Dictionary of Greek

  • δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»